ἕδρανα

ἕδρανα
ἕδρανον
seat
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἕδραν' — ἕδρανα , ἕδρανον seat neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… …   Dictionary of Greek

  • διωστήρας — Βασικό τμήμα του μηχανισμού μετατροπής της ευθύγραμμης παλινδρομικής κίνησης σε κυκλική και αντίστροφα. Ονομάζεται και μπιέλα. Έχει τη μορφή άκαμπτης ράβδου με κυλινδρικά έδρανα στις δύο άκρες της, ενώ το σχήμα της διατομής στο σώμα του δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • μελανόζυξ — μελανόζυξ, υγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει μαύρα έδρανα («λίμνᾳ δ ἔμβαλε πορφυροειδῆ τὰν μελανόζυγ ἄταν» οδήγησε μέσα στη λίμνη τον όλεθρο με τα μαύρα έδρανα, δηλ. πλοίο με μαύρους κωπηλάτες, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ζυξ (< ζεύγνυμι …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… …   Dictionary of Greek

  • έδρανο — το (AM ἕδρανον) κάθισμα με πολλές θέσεις νεοελλ. 1. τα έδρανα στοιχεία τών μηχανών για τη στήριξη τών ατράκτων ή τών αξόνων τους 2. φρ. «έδρανον ώσεως ή αυλακωτό» το έδρανο τών πλοίων αμέσως μετά τη στροφαλοφόρο άτρακτο αρχ. μσν. στήριγμα.… …   Dictionary of Greek

  • αντιμόνιο — Στοιχείο της πέμπτης ομάδας του περιοδικού συστήματος με σύμβολο Sb, από το λατινικό stibium. Έχει ατομικό αριθμό 51. Γνωστό από την πιο μακρινή αρχαιότητα ως προϊόν της αναγωγής του ορυκτού αντιμονίτη ή ως θειούχο α. (Sb2S3), θεωρήθηκε ένα είδος …   Dictionary of Greek

  • αυτολίπαντος — η, ο (για έδρανα και τριβείς) αυτός που έχει απορροφήσει προηγουμένως λιπαντέλαιο έτσι ώστε να μη χρειάζεται περιοδική λίπανση …   Dictionary of Greek

  • ενθρόνιος — ἐνθρόνιος, ον (Μ) [θρόνος] αυτός που φέρει θρόνο, έδρανα, καθίσματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”